- ζύτος
- ζύτος, ὁ και ζῡτος, -εος, τὸ (Α)πάπ. ο ζύθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη αρχ. προφορά τού ζύθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζῦτος — neut nom/voc/acc sg ζῦτος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυτάς — ζυτᾱς, ό (Α) [ζύτος] πάπ. ο ζυθοποιός … Dictionary of Greek
ζυτηρά — ζυτηρά, τὰ (Α) [ζύτος] πάπ. τέλος, φόρος τού ζύθου, η κρατική πρόσοδος από τον ζύθο … Dictionary of Greek
ζυτουργείον — ζυτουργεῑον, τὸ (Α) πάπ. το ζυθουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύτος + ουργειο (< ουργός < έργο), πρβλ. ελαι ουργείο, ερι ουργείο] … Dictionary of Greek
ζύθος — ο (Α ζύθος, ὁ και ζῡθος και ζῡτος, ους, τὸ) οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού τής βύνης, μπίρα αρχ. είδος αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω τής σημασίας της (είδος… … Dictionary of Greek